" Ελεύθεροι Πολιορκημένοι " του Διονύσιου Σολωμού συνοπτική ανάλυση των τριών σχεδιασμάτων από την Ιωάννα Γ. Χρυσάκη

"Ελεύθεροι Πολιορκημένοι "

Διονύσιου Σολωμού 


Το εμβληματικό, επικολυρικό ποίημα, που αποτελείται από τρία σχεδιάσματα με αποσπάσματα αυτοτελή, χωρίς να έχει ποτέ ολοκληρωθεί (1825-1826 ), ενώ συνετέθη το 1851, "ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ ", του εθνικού μας ποιητή Διονύσιου Σολωμού, ως ετεροδιηγητικού αφηγητή (αφήγηση σε γ' ενικό πρόσωπο  ), σε γλώσσα δημοτική, με χρήση ρίμας, πλούσιων σχημάτων λόγου και υποκοριστικών ( πχ. πουλάκι  ) πραγματεύεται τον Αγώνα για την ηθική, ψυχική ελευθερία των Μεσολογγιτών κατά των Τούρκων κι Αγαρηνών ( Αιγυπτίων ) συμμάχων τους (εξωτερικών εχθρών ) αλλά και την αντίστασή τους σε έναν εσωτερικό εχθρό ' την πρόκληση, του Πειρασμού της ομορφιάς της φύσης που αναγεννάται κατά την άνοιξη του Απρίλη, τότε που η εκρηκτική ωραιότητά της δελεάζει την ψυχή των ηρώων-αγωνιστών να παρατήσουν την αντίσταση και πέρα από κάθε αξιοπρέπεια να παραδοθούν στη χαρά της Άνοιξης ( ζωής, του έρωτα για ζωή ).

Στο Α σχεδίασμα και στο πρώτο απόσπασμα του Β σχεδιάσματος, ο ποιητής εστιάζει στον άνθρωπο.  Ανθρωποκεντρικό το θέμα. Χρησιμοποιεί στο Α σχεδίασμα, ως μέτρο την ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία ενώ στο Β σχεδίασμα ιαμβικούς ομοιοκατάληκτους, ζευγαρωτούς στίχους.

Δύο είναι τα κεντρικά πρόσωπα :

Πρώτο,  ο "καλός " ( άριστος πολεμιστής ) Σουλιώτης  που κλαίει, άρα εκφράζει συναίσθημα όχι όμως από φόβο ή έλλειψη γενναιότητας αλλά από απελπισία και λύπη για την πείνα και τις κακουχίες που πάνε να λυγίσουν το σθένος και τη θέλησή του για ελευθερία. Προσωποποιεί ο Δ. Σολωμός το τουφέκι που κρατά για να δώσει μεγαλύτερη έμφαση σ' αυτήν την κατάσταση και να εξυπηρετήσει το διάλογο που ακολουθεί  :

 " Τι κάνεις εσύ ;/ Ο εχθρός μου το ξέρει/Πως μου είσαι βαρύ". 

Επίσης, χρησιμοποιεί αρκετούς επιθετικούς προσδιορισμούς όπως "βαρύ", "φθαρμένα και μαύρα " (μάτια) . Προσωποποιώντας το τουφέκι επιτυγχάνεται παράλληλα η πιο ζοφερή απόδοση της εμπόλεμης, μελανής κατάστασης στο Μεσολόγγι και της εξάντλησης των υπερασπιστών του.

Δεύτερο πρόσωπο, η μάνα ως πρότυπο αυτοθυσίας και τεκούσα τη ζωή για τα παιδιά της. Τα μάτια τους μαύρα (από την πείνα ) κι εδώ ο ποιητής περιγράφει, όπως και σε όλο του το έργο με παραστάσεις την εικόνα - αποτέλεσμα που επιφέρει η πείνα. Τα μάτια των παιδιών της ό,τι πιο ιερό έχει μια μάνα  μαύρισαν, ενώ στο Β σχεδίασμα : "..στα μαύρα μάτια μνέει." ο ποιητής τη θέτει να ορκίζεται σε αυτά, στο Φως τους, οπότε συγκριτικά εντείνει αυτή την ιερότητα (έμφαση τραγικότητας ) κι απελπισία. Το ανθρώπινο ον υποδεέστερο εδώ κι από ένα πουλί λυγίζει από την έλλειψη τροφής, " Κι η μάνα το φθονεί ". Το ρήμα " φθονεί " δημιουργεί αρνητική εικόνα, αντιφατική για το ιερό, ανιδιοτελές πρόσωπο της μάνας. Η πείνα ( φυσικό ένστικτο αυτοσυντήρησης ) εχθρός δυνατός, που όμως συν τοις άλλοις τελικά, δεν κατάφερε να υπερνικήσει το πιο ισχυρό εσωτερικό αίσθημα της ανθρώπινης ελευθερίας κι αξιοπρέπειας, ευτυχώς.

Στο Β σχεδίασμα ο ποιητής έντεχνα με λογοτεχνικά σχήματα, προσωποποιήσεις, μεταφορές, αντιθέσεις, υπερβολή αποδίδει πιο παραστατικά ακόμα εστιάζοντας αρχικά στη νεκρική σιωπή του τοπίου κι έπειτα στο ανθρώπινο στοιχείο. Οπότε πάντα διατηρώντας το ρυθμό και το μέτρο, κατά φθίνουσα διάταξη κατορθώνει από πιο μεγενθυμένες, ακραίες εικόνες 

 ("Άκρα του τάφου σιωπή.." δηλαδή στο έπακρον, υπερθετικό βαθμό ακρότατη  σιωπή ) να καταλήγει σε πιο χαλαρές, έως αμελητέες.

" Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει." Η λέξη "τάφου " αποδίδει πιστά τη νεκρική σιγή και η λέξη " βασιλεύει " την ακινησία που δεσπόζει στην όλη παράσταση-κατάσταση. Μεταφορές : " Η σιωπή  βασιλεύει", " έρμο τουφέκι, μου έγινες βαρύ ".  Υπερβολή: " κι η μάνα το ζηλεύει ". Αντίθεση : πρόσωπο του σουλιώτη που " στέκει " ( ακινησία λόγω πείνας) και " κλαίει " ( έκφραση συναισθήματος απελπισίας-θλίψης ). 

Θεωρώ συνεπώς, ότι το Β σχεδίασμα είναι πιο επαρκές και πλήρες στην περιγραφή, χωρίς το Α να υστερεί ποιητικά και τεχνικά, απλά είναι γραμμένο πιο αφαιρετικά ενώ διατηρεί ρυθμό, ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, διάλογο, προσωποποιήσεις. Στο Β σχεδίασμα ( πρώτο απόσπασμα ) υπερτερεί και η χρήση ηχητικών εικόνων με τη χρήση του λάμδα και του ρο. " Λαλεί πουλί παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει." Το ρήμα " λαλεί " παραπέμπει στη λαλιά πουλιού, κελάιδισμα. Το επιλεγμένο τώρα ρήμα "ζηλεύει " όχι τόσο αρνητικά φορτισμένο, όπως το "φθονεί " στο Α σχεδίασμα εξομαλύνει, δικαιολογεί κατά κάποιον τρόπο την πεινασμένη μάνα, που θέλει όμως να χορτάσει και το ή τα παιδιά της. Η μάνα και τα παιδιά αποτελούν τον άμαχο πληθυσμό που τους ενώνει ένα κοινό στοιχείο με τον πολεμιστή Σουλιώτη : Η καταπόνηση από τις κακουχίες του μονοετούς αυτού πολέμου (1825-1826 ) και η αφόρητη πείνα.

Τέλος,  και στα δύο ανωτέρω σχεδιάσματα Α και Β αντιπαλεύουν ως κεντρικό θέμα δύο δυνάμεις : το φυσικό ένστικτο αυτοσυντήρησης και η θέληση για ηθική, πνευματική ελευθερία.  Αν και Πολιορκημένοι, στην ψυχή και στη σκέψη τους παραμένουν ελεύθεροι.


"Ο Πειρασμός "


Στο Β σχεδίασμα του Πειρασμού χρησιμοποιεί παραστάσεις από τη φύση εν αντιθέσει με την τραγικότητα της κατάστασης των Μεσολογγιτών.  Βαθμιαία παραθέτει σε φθίνουσα διάταξη εικόνες ενώ λαμβάνει για να τις συνθέσει αρχικά φυσικά στοιχεία απέραντου μεγέθους και μικραίνουν σταδιακά (ουρανός, θάλασσα, λίμνη, βουνό, άνθος κρίνου ) κι έμβια όντα δίνοντας και κίνηση ( πρόβατα κινούμενα, πεταλούδα και το πιο μικρό σκουλήκι ) αλλά και άβια ("η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι " ).

Παρατηρούμε ότι επαναλαμβάνεται κι εδώ, στο Β σχεδίασμα η κεντρική ιδέα που αφορά τον Πειρασμό (στο πρόσωπο του άριστου "καλού " πολεμιστή Σουλιώτη να βιώνει την απόλυτη θλίψη από τα εξωτερικά βάσανα και την πείνα αλλά κυρίως από τον Πειρασμό της εξοργιστικής ομορφιάς της Άνοιξης του Απρίλη, που προκαλεί για ζωή κι όχι πόλεμο' ) κορυφώνεται στον τελευταίο παραστατικό στίχο : "Όποιος πεθάνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει ".

Όποιος πεθαίνει την εποχή αυτή του πιο ανθοφόρου μήνα της Άνοιξης του Απρίλη,  τότε που η φύση αναγεννάται, εκρήγνυται από ευωδιές και θέληση για ζωή και έρωτα για τα πάντα, ναι μοιάζει να πεθαίνει χίλιες φορές. 

Κι εδώ παραστατική η γραφή του ποιητή με παρομοιώσεις, πχ τα πρόβατα  ομοιάζουν με λευκό βουνάκι να βελάζουν (ηχητικές εικόνες ).

Στο Γ σχεδίασμα σε όμοια γλώσσα δημοτική, με μέτρο όμως Ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο χωρίς ομοιοκαταληξίες αλλά με έντονο, έντεχνο λυρικό ρυθμό απογειώνει ο ποιητής μας την έκρηξη αυτή της ομορφιάς της φύσης της Άνοιξης τ' Απρίλη, απότομα στον πρώτο κιόλας στίχο μας προετοιμάζει : " Έστησ' ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη.." και ειδικά στους δυο τελευταίους στίχους : 

 "Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι, κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του. " Η κορασιά, μια θεότητα, πηγή ελξης  ερωτισμού ή πειρασμού, ίσως η αφρογέννητη θεά της ομορφιάς και του έρωτα, Αφροδίτη συχνά δεσπόζει στην ποίηση του Δ. Σολωμού ( βλ. "Όραμα του Λάμπρου " και στο έργο του "Ο  Κρητικός " ). 

Αναλυτικά αναδεικνύονται : 

Α. Η απαράμιλλη ομορφιά της Άνοιξης τ' Απρίλη, ως μέγας πειρασμός για εγκατάλειψη του αγώνα και να χαρούν τη ζωή.

Β. Το ηθικό δίλημμα : Οι εικόνες της μαγείας της φύσης και η θέληση για ζωή αποτελούν κίνδυνο να υποκύψουν στην πρόκληση της Άνοιξης για ζωή. Μέγιστη αντίθεση η αναγέννηση και η μαγευτική, ωραιότητα της φύσης που "ξεφαντώνει " την Άνοιξη και το τοπίο της σκιάς του θανάτου που περιβάλλει τους πολιορκημένους Μεσολογγίτες.

Στο Γ σχεδίασμα συνολικά όμως και τα στοιχεία της φύσης σε επιφάνεια και βάθος, εξωτερικά κι εσωτερικά, πολιορκούν τον άνθρωπο στην επιφάνεια και στο βάθος της ψυχής του. Όλοι οι στίχοι περιγράφουν με δυνατή παραστατικότητα από τον απέραντο ουρανό, τη θάλασσα, τη φύση με τα λουλούδια, τις ευωδιές τους " Με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ' η πεταλούδα, που 'χ' ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο ".  Κορυφώνεται η μαγεία του τοπίου στο στίχο παρακάτω : " Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια! " Η ομορφιά αυτή της φύσης, θαρρείς σπαρμένη μάγια (υπερβολή με στόχο την έμφαση ) αυξάνει τον ζήλο των εχθρών να κατακτήσουν τη γη του Μεσολογγίου και στους αγωνιστές της την αγωνία και τη θλίψη ότι θα την απωλέσουν.

Συγκεντρώνει το Γ σχεδίασμα, ως περιγραφικό απόσπασμα την πλήρη, κραυγαλέα Αντίθεση της έννοιας του Πειρασμού της γλυκιάς ζωής, της αναγέννησης της φύσης την Άνοιξη, του ξανθού Απρίλη, του υπερισχύοντος αυτού μεγάλου Πειρασμού-πρόκλησης έναντι της πείνας και των βασάνων, ως απόρροια της εισβολής των Τούρκων κατά των αγωνιστών του Μεσολογγίου. Στο Γ σχεδίασμα ο Ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος δίνει την ευχέρεια στον ποιητή να επεκτείνει διακριτικά, χωρίς να κουράζει την εικονογράφηση της περιγραφής του, προσδίδει κύρος στο είδος της επικολυρικής μορφής του ποιήματος και αποδίδει πιο καθαρά μια διαυγή εικόνα του μεγαλείου της πλάσης την άνοιξη.

Στον επίλογο, όσο μεγαλώνει το αίσθημα της πείνας, της απόγνωσης, της εξάντλησης αναλογικά γιγαντώνεται και το αίσθημα της ιδέας της ηθικής, ψυχικής ελευθερίας στους

" Ελεύθερους Πολιορκημένους " του Διονύσιου Σολωμού ένα έργο -διαμάντι της Νεοελληνικής ποίησης και της Νεότερης διεθνούς λογοτεχνίας γενικότερα.


Ιωάννα Γ. Χρυσάκη

27-02-2022



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις